- δεδημευμένως
- δημεύωseize as public propertyperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεδημευμένως — επίρρ. (Α) με τρόπο κοινό, λαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. επίρρ., που σχηματίστηκε από τη μτχ. δεδημευμένος τού παρακμ. τού δημεύομαι (βλ. δημεύω)] … Dictionary of Greek